μείδημα

From LSJ
Revision as of 17:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείδημα Medium diacritics: μείδημα Low diacritics: μείδημα Capitals: ΜΕΙΔΗΜΑ
Transliteration A: meídēma Transliteration B: meidēma Transliteration C: meidima Beta Code: mei/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A smile, Hes.Th.205 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.

Greek Monolingual

μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.

Greek Monotonic

μείδημα: -ατος, τό, χαμόγελο, το να χαμογελά κάποιος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μείδημα: ατος τό улыбка Hes., Anth.

Middle Liddell

μείδημα, ατος, τό, [from μειδάω
a smile, smiling, Hes.