μετεισέρχομαι

From LSJ
Revision as of 22:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεισέρχομαι Medium diacritics: μετεισέρχομαι Low diacritics: μετεισέρχομαι Capitals: ΜΕΤΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: meteisérchomai Transliteration B: meteiserchomai Transliteration C: meteiserchomai Beta Code: meteise/rxomai

English (LSJ)

   A pass into, Phot. s.v. ἐρινάζειν.

Greek (Liddell-Scott)

μετεισέρχομαι: ἔκ τινος μέρους εἰσέρχομαι εἰς ἄλλο, ἐπὶ τῶν ψηνῶν τῶν ἐκ τῶν ἐρινεῶν μετεισερχμένων εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπόν, Φώτιος ἐν λ. ἐρινάζειν.

Greek Monolingual

μετεισέρχομαι (Α)
(για ένα είδος μικρών εντόμων) βγαίνω από τον καρπό της άγριας συκιάς και μπαίνω στον καρπό της ήμερης.