Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μητρορραίστης

From LSJ
Revision as of 17:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρορραίστης Medium diacritics: μητρορραίστης Low diacritics: μητρορραίστης Capitals: ΜΗΤΡΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: mētrorraístēs Transliteration B: mētrorraistēs Transliteration C: mitrorraistis Beta Code: mhtrorrai/sths

English (LSJ)

ου ὁ,

   A matricide, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μητρορραίστης: -ου, ὁ, μητροκτόνος, μητραλοίας, Σουΐδ.

Greek Monolingual

μητρορραίστης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ρραίστης (< ῥαίω «κομματιάζω»), πρβλ. κυνο-ρραίστης].