μητρορραίστης
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ου ὁ,
A matricide, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μητρορραίστης: -ου, ὁ, μητροκτόνος, μητραλοίας, Σουΐδ.
Greek Monolingual
μητρορραίστης, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ρραίστης (< ῥαίω «κομματιάζω»), πρβλ. κυνο-ρραίστης].