μισοΐδιος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοΐδιος Medium diacritics: μισοΐδιος Low diacritics: μισοΐδιος Capitals: ΜΙΣΟΪΔΙΟΣ
Transliteration A: misoḯdios Transliteration B: misoidios Transliteration C: misoidios Beta Code: misoi/+dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον,

   A hating one's own family, Ptol.Tetr.161, Vett.Val.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοΐδιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους ἑαυτοῦ συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.

Greek Monolingual

μισοΐδιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἴδιοι «συγγενείς»].