μονόχωρος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ον,
A isolated, of a piece in draughts, Gloss. II μονό-χωρον, τό, measure of wine, etc., in Egypt, PFay.220 (ii A. D.), Sammelb.4425 vii 26 (ii A. D.), PFlor.76 (iii A. D.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόχωρος, -ον)
νεοελλ.
βοτ. φρ. «μονόχωρη ωοθήκη» — ωοθήκη από πολλά καρπόφυλλα που σχηματίζει μία μόνο κοιλότητα, έναν μόνο εσωτερικό χώρο
αρχ.
1. (για πεσσό στο παιχνίδι του άβακα) απομονωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόχωρον
μέτρο χωρητικότητας του σίτου στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. μεσό-χωρος, πολύ-χωρος].