μηχανουργός

From LSJ
Revision as of 17:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνουργός Medium diacritics: μηχανουργός Low diacritics: μηχανουργός Capitals: ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: mēchanourgós Transliteration B: mēchanourgos Transliteration C: michanourgos Beta Code: mhxanourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A architect, τοῦ δόμου APl.5.382.

German (Pape)

[Seite 181] = μηχανοποιός, Ep. in athl. stat. 36 (Plan. 382).

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) = μηχανοποιός, Ἀνθ. Πλαν. 382.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μηχανουργός)
νεοελλ.
αυτός που είναι ειδικευμένος στην κατασκευή ή και στην επισκευή μηχανών

Greek Monotonic

μηχᾰνουργός: -όν (*ἔργω), = μηχανοποιός, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηχᾰν-ουργός, όν [*ἔργω = μηχανοποιός, Anth.]