μυθολογητέον
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
English (LSJ)
A one must tell as a legend, Γιγαντομαχίας Pl.R.378c.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ μυθολογεῖν, ἴδε ἐν λ. μυθολογέω Ι.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de μυθολογέω.
Greek Monotonic
μῡθολογητέον: ρημ. επίθ. του μυθολογέω, σε Πλάτ.