μυνδός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
όν,
A dumb, S.Fr.1072, Lyc.1375; μυνδότεροι νεπόδων Call. Fr.260.
German (Pape)
[Seite 217] (μύω, mutus), stumm; Callim. fr. 260; Lycophr. 1375; von den Alten abgeleitet von μὴ αὐδῶν; den Accent bemerkt Arcad. p. 48, 11. Vgl. Casaub. zu Ath. p. 538.
Greek (Liddell-Scott)
μυνδός: -όν, (μύω) ἄλαλος, βωβός, Σοφ. Ἀποσπ. 914, Καλλ. Ἀποσπ. 260, Λυκόφρ. 1375. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μύνδος (παροξυτόνως) ἄφωνος... ἢ ἐνεός. καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος».
Greek Monolingual
μυνδός, -όν και, κατά τον Ησύχ., μύνδος, -ον (Α)
1. άφωνος, άλαλος, μουγγός
2. (κατά τον Ησύχ.) «μύνδος
ἄφωνος... ἢ ἐνεός
καὶ πόλις τῆς Ἀσίας Μύνδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυκός].