ναιδαμῶς
From LSJ
English (LSJ)
Com. form of ναί,
A yes certainly, opp. οὐδαμῶς or μηδαμῶς, Com.Adesp.1086.
German (Pape)
[Seite 227] nach οὐδαμῶς gebildet, als Ggstz dazu, verstärktes ναί, allerdings.
Greek (Liddell-Scott)
ναιδᾰμῶς: τύπος ἰσχυρότερος τοῦ ναί, μάλιστα, βεβαιότατα, ἀντίθετον τῷ οὐδαμῶς ἢ μηδαμῶς, Κωμικ. παρ’ Ἡσυχ., ἐκ διορθώσ. τοῦ Sopping. ἀντὶ τοῦ ναειδαμῶς.
Greek Monolingual
ναιδαμῶς (Α)
επίρρ. (κωμ. τ. του ναι) μάλιστα, βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ναι-δαμῶς έχει σχηματιστεί < ναί, κατά τα μη-δαμῶς, οὐ-δαμῶς].