ξυρήσιμος

From LSJ
Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρήσιμος Medium diacritics: ξυρήσιμος Low diacritics: ξυρήσιμος Capitals: ΞΥΡΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: xyrḗsimos Transliteration B: xyrēsimos Transliteration C: ksyrisimos Beta Code: curh/simos

English (LSJ)

ον,

   A fit for shaving, Ael.Dion.Fr.265.

German (Pape)

[Seite 282] scheerbar, der Schur bedürftig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξυρήσιμος: -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει ξυρήκης.

Greek Monolingual

ξυρήσιμος, -ον (Α) ξυρησις
αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος.