ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Full diacritics: οἰνοειδής | Medium diacritics: οἰνοειδής | Low diacritics: οινοειδής | Capitals: ΟΙΝΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: oinoeidḗs | Transliteration B: oinoeidēs | Transliteration C: oinoeidis | Beta Code: oi)noeidh/s |
ές,
A like wine, Hsch.s.v. οἰνωπόν.
οἰνοειδής: -ές, ὅμοιος οἴνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. οἰνωπόν.
-ές (Α οἰνοειδής, -ές) οίνος
αυτός που μοιάζει με κρασί κατά τη γεύση, το χρώμα ή τη σύσταση («οἰνοειδῆ ποτά», Ησύχ.).