οἴημα

From LSJ
Revision as of 10:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴημα Medium diacritics: οἴημα Low diacritics: οίημα Capitals: ΟΙΗΜΑ
Transliteration A: oíēma Transliteration B: oiēma Transliteration C: oiima Beta Code: oi)/hma

English (LSJ)

ατος, τό, (οἴομαι)

   A opinion, D.C.Fr.12.8(pl.).    II selfconceit, οἴ. καὶ τῦφος Plu.2.39d ; οἴ. καὶ ἀλαζονεία ib.43b.

Greek (Liddell-Scott)

οἴημα: τό, γνώμη· ἰδίως γνώμη τινὸς περὶ ἑαυτοῦ, οἴησις, ἔπαρσις, οἴημα καὶ τῦφος Πλούτ. 2. 39D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· οἴημα καὶ ἀλαζονεία αὐτόθι 43Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.
Étymologie: οἴομαι.

Greek Monolingual

οἴημα, τὸ (Α)
(γενικά)
1. ιδέα, γνώμη
2. (ειδικά) η μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, έπαρση, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι + κατάλ. -μα].

Russian (Dvoretsky)

οἴημα: ατος τό самомнение (οἴ. καὶ ἀλαζονεία Plut.).