οἰνόληπτος

From LSJ
Revision as of 17:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνόληπτος Medium diacritics: οἰνόληπτος Low diacritics: οινόληπτος Capitals: ΟΙΝΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: oinólēptos Transliteration B: oinolēptos Transliteration C: oinoliptos Beta Code: oi)no/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A possessed by wine, drunken, Plu.2.4b.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴνου κατειλημμένος, μεμεθυσμένος, μέθυσος, Πλούτ. 2. 4Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris de vin.
Étymologie: οἶνος, ληπτός.

Greek Monolingual

οἰνόληπτος, -όν (Α)
αυτός που έχει κυριευθεί από το κρασί, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. φρενό-ληπτος].

Russian (Dvoretsky)

οἰνόληπτος: опьяненный вином, пьяный Plut.