οὐλόκρανος

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ον,

   A = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind.6.9.

German (Pape)

[Seite 413] = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind. 6.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόκρᾱνος: -ον, = οὐλοκάρηνος, Ἀρρ. Ἰνδ. 6.

Greek Monolingual

οὐλὁκρανος, -ον (Α)
ουλοκάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κράνος (Ι) «στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού»].