παραδειγματιστέον
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
A one must punish for example's sake, Id.35.2.10.
Greek (Liddell-Scott)
παραδειγματιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ παραδειγματίζω, δεῖ παραδειγματίζειν, Πολύβ. 35. 2, 10.