παρανίστημι

Revision as of 13:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

fut. -αναστήσω,

   A set up beside, Ath.4.156c.    II Med. with aor. 2 Act., stand up beside, J.BJ2.21.1.

German (Pape)

[Seite 491] (s. ἵστημι), daneben aufrichten, μετέωρον ἑαυτὸν παραναστήσας, Ath. IV, 156 c. – Im med. u. intr. tempp. dabei aufstehen, Plut. Dem. 9; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

παρανίστημι: μέλλ. -αναστήσω, στήνω πλησίον, Ἀθήν. 156C. II. Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀνίσταμαι πλησίον, Πλουτ. Δημ. 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρανέστην et Moy. παρανίσταμαι;
se lever auprès.
Étymologie: παρά, ἀνίστημι.

Greek Monolingual

Α ανίστημι
1. στήνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («μετέωρον αὐτὸν παραναστήσας», Αθήν.)
2. μέσ. παρανίσταμαι
(αμτβ.) είμαι όρθιος, στέκομαι δίπλα σε κάποιον.

Greek Monotonic

παρανίστημι: μέλ. -αναστήσω, στήνω πλησίον — Μέσ., με Ενεργ. αορ. βʹ, ορθώνομαι, σηκώνομαι, στήνομαι κοντά σε, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρανίστημι: (aor. 2 παρανέστην) подниматься, вставать Plut.

Middle Liddell

fut. -αναστήσω
to set up beside: Mid. with aor2 act. to stand up beside, Plut.