παχυντικός

From LSJ
Revision as of 18:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παχυντικός Medium diacritics: παχυντικός Low diacritics: παχυντικός Capitals: ΠΑΧΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pachyntikós Transliteration B: pachyntikos Transliteration C: pachyntikos Beta Code: paxuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A having the power of thickening, c. gen., Dsc.5.71 ; fattening, Ath.Med. ap.Orib.inc.23.27 ; τροφαί Sor.1.21.

German (Pape)

[Seite 539] zum Dick- od. Feistmachen gehörig, geschickt.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχυντικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ παχύνειν μετὰ γεν., Διοσκ. 5. 81.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παχυντικός, -ή, -όν, ΝΑ παχύνω
αυτός που μπορεί να αυξήσει το πάχος, που συντελεί στην πάχυνση
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα να γίνεται παχύς.