πελεκητός
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ή, όν,
A hewn, Thphr. HP5.5.6.
German (Pape)
[Seite 550] behauen, zugehauen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκητός: -ή, -όν, πεπελεκημένος, τῶν δὲ ξύλων τὰ μὲν σχιστὰ τὰ δὲ πελεκητὰ τὰ δὲ στρογγύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πελεκητός, -ή, -όν, ΝΑ πελεκώ
αυτός που είναι επεξεργασμένος με τέμνον όργανο, πελεκημένος
νεοελλ.
(για λίθους και μάρμαρα) λαξευτός.