πελεκητός

From LSJ
Revision as of 18:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελεκητός Medium diacritics: πελεκητός Low diacritics: πελεκητός Capitals: ΠΕΛΕΚΗΤΟΣ
Transliteration A: pelekētós Transliteration B: pelekētos Transliteration C: pelekitos Beta Code: pelekhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hewn, Thphr. HP5.5.6.

German (Pape)

[Seite 550] behauen, zugehauen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκητός: -ή, -όν, πεπελεκημένος, τῶν δὲ ξύλων τὰ μὲν σχιστὰ τὰ δὲ πελεκητὰ τὰ δὲ στρογγύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πελεκητός, -ή, -όν, ΝΑ πελεκώ
αυτός που είναι επεξεργασμένος με τέμνον όργανο, πελεκημένος
νεοελλ.
(για λίθους και μάρμαρα) λαξευτός.