πελεθοβάψ
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A one who washes away ordure, Hdn. Gr.1.246, Hsch.
German (Pape)
[Seite 550] in den Koth getaucht, Arcad. 44, 13.
Greek (Liddell-Scott)
πελεθοβάψ: ὁ, ἡ, ὁ ἐν πελέθῳ βεβαμμένος «βουτημένος εἰς τὰ σκατά», ἐπώνυμον Θεοδώρου τοῦ Τραγικοῦ, Ἀρκάδ. 94, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
βουτηγμένος σε ακαθαρσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεθος «κόπρος» + -βάψ (< βάπτω), πρβλ. πλινθο-βάψ)].