πειραστής

From LSJ
Revision as of 18:13, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειραστής Medium diacritics: πειραστής Low diacritics: πειραστής Capitals: ΠΕΙΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: peirastḗs Transliteration B: peirastēs Transliteration C: peirastis Beta Code: peirasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A tempter, Ammon. Diff. p.109 V.

German (Pape)

[Seite 545] ὁ, Versucher, Verführer, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πειραστής: -οῦ, ὁ, (πειράζω) ὁ πειράζων, δοκιμάζων, Βασίλ. ΙΙΙ., 277D· - ἰδίως ὁ διάβολος, σατανᾶς, Γρηγόρ. Ναζ. ΙΙ, 369Β, ΙΙΙ, 407Α, Βίος Νείλου Νεωτ. 116C, Ἀμμών. 112, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ὁ, Α πειράζω
1. αυτός που πειράζει, που δοκιμάζει κάποιον
2. αυτός που επιχειρεί να αποπλανήσει, ο αποπλανητής
3. ο διάβολος, ο σατανάς.