πεντέτης

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντέτης Medium diacritics: πεντέτης Low diacritics: πεντέτης Capitals: ΠΕΝΤΕΤΗΣ
Transliteration A: pentétēs Transliteration B: pentetēs Transliteration C: pentetis Beta Code: pente/ths

English (LSJ)

ες,

   A of five years, σπονδαί Ar. Ach. 188.    2 five years old, ἐλέφας Arist. HA 546b8, cf. IG3.1307, etc.

Greek (Liddell-Scott)

πεντέτης: -ες, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πέντε ἐτῶν, πέντε ἐτῶν, σπονδαὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 188, Ἀριστ. π τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14. 26. ― θηλ. -πεντέτις, κόρη πεντέτις Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 378, 245.

Greek Monolingual

-ες, Α
βλ. πενταέτης.

Greek Monotonic

πεντέτης: -ες (ἔτος), αυτός που αποτελείται από πέντε χρόνια, σπονδαί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πεντέτης: v. l. πεντετής 2 Arph., Arst. = πενταετής.

Middle Liddell

πεντ-έτης, ες ἔτος
of five years, σπονδαί Ar.