πεντάπους

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάπους Medium diacritics: πεντάπους Low diacritics: πεντάπους Capitals: ΠΕΝΤΑΠΟΥΣ
Transliteration A: pentápous Transliteration B: pentapous Transliteration C: pentapous Beta Code: penta/pous

English (LSJ)

   A v. πεντέπους.

German (Pape)

[Seite 557] ὁ, ἡ, fünffüßig, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάπους: ἴδε ἐν λ. πεντέπους.

Greek Monolingual

-ουν / πεντάπους και πεντέπους, -ουν, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῡ ἄγαλμα», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. δί-πους].