περίκομος

From LSJ
Revision as of 18:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκομος Medium diacritics: περίκομος Low diacritics: περίκομος Capitals: ΠΕΡΙΚΟΜΟΣ
Transliteration A: períkomos Transliteration B: perikomos Transliteration C: perikomos Beta Code: peri/komos

English (LSJ)

ον,

   A covered all over with leaves, Thphr.HP3.8.4,al.

German (Pape)

[Seite 580] rings herum behaart, belaubt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

περίκομος: -ον, κατακεκαλυμμένος πανταχόθεν διὰ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, παντού
2. (για φυτά) καλυμμένος από παντού με φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί-κομος].