περασμός
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ὁ, (περαίνω)
A finishing, LXXEc.4.8,16, 12.12.
German (Pape)
[Seite 563] ὁ, Beendigung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
περασμός: ὁ, (πέρας) τὸ τέλος, Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Δ΄, 8, 16, ΙΒ΄, 12).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
διάβαση, πέρασμα
αρχ.
τέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. ἐ-πέρασ-α του περῶ + κατάλ. -μός].