περισπαστέον

From LSJ
Revision as of 11:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισπαστέον Medium diacritics: περισπαστέον Low diacritics: περισπαστέον Capitals: ΠΕΡΙΣΠΑΣΤΕΟΝ
Transliteration A: perispastéon Transliteration B: perispasteon Transliteration C: perispasteon Beta Code: perispaste/on

English (LSJ)

   A one must make circumflex, Ath.14.644b, Sch.E.Ph.697, etc.

Greek (Liddell-Scott)

περισπαστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θέσῃ περισπωμένην, «περισπαστέον δὲ λέγοντας πλακοῦς τὴν ὀνομαστικήν· συνῄρηται γὰρ ἐκ τοῦ πλακόεις» Ἀθήν. 644Β, κτλ.

Greek Monolingual

Α
(ρημ. επίθ.) πρέπει κανείς να βάλει περισπωμένη ή πρέπει να προφέρει το φωνήεν κάποιας συλλαβής με περισπώμενο τόνο, με περίσπαση της φωνής.