πιτυκάμπτης
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
A v. πιτυοκάμπτης.
German (Pape)
[Seite 622] ὁ, = πιτυοκάμπτης, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῠκάμπτης: ἴδε πιτυοκάμπτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. πιτυοκάμπτης.