πιτυκάμπτης
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
v. πιτυοκάμπτης.
German (Pape)
[Seite 622] ὁ, = πιτυοκάμπτης, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πῐτῠκάμπτης: ἴδε πιτυοκάμπτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. πιτυοκάμπτης.