πιτυοκάμπτης

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτῠοκάμπτης Medium diacritics: πιτυοκάμπτης Low diacritics: πιτυοκάμπτης Capitals: ΠΙΤΥΟΚΑΜΠΤΗΣ
Transliteration A: pityokámptēs Transliteration B: pityokamptēs Transliteration C: pityokamptis Beta Code: pituoka/mpths

English (LSJ)

πιτυοκάμπτου, ὁ,
A pine-bender, epithet of Sinis, who killed travellers by tying them between two pine-trees bent down so as nearly to meet, and then let go again, Str.9.1.4, Apollod.3.16.2, Plu.Thes.8:—also πιτυκάμπτης, prob. for παλικάμπῃ in AP11.107 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 622] ὁ, Fichtenbeuger, Beiname des Räubers Sinis, der die Wanderer zwischen zwei zusammengebogene Fichten spannte u. sie, indem er diese wieder aus einander schnellen ließ, zerriß; auch πιτυκάμπτης; Plut. Thes. 8, Apolld.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui courbe les pins.
Étymologie: πίτυς, κάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιτυοκάμπτης -ου, ὁ [πίτυς, κάμπτω] pijnboombuiger.

Russian (Dvoretsky)

πῐτῠοκάμπτης: ου ὁ сосносгибатель (эпитет разбойника Синиса, который разрывал пойманных им путников, привязывая их к двум согнутым соснам) Plut., Luc.

Greek Monolingual

και πιτυκάμπτης, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του ληστή Σίνιδος) αυτός που λύγιζε τα πεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + -κάμπτης (< κάμπτω), πρβλ. ασματοκάμπτης].

Greek Monotonic

πῐτῠοκάμπτης: -ου, ὁ, αυτός που λυγίζει τα πεύκα, επίθ. για τον ληστή Σίνη, που σκότωνε ταξιδιώτες αφού τους έδενε ανάμεσα σε δύο πευκόδεντρα που είχε λυγίσει κάτω έτσι ώστε να συναντηθούν, και έπειτα τα άφηνε να εκτοξευτούν, σε Στράβ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῠοκάμπτης: -ου, ὁ, ὁ κάμπτων πίτυς, οὕτως ἐκλήθη ὁ ληστὴς Σίνις, ὅστις μένων παρὰ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου συνελάμβανε πάντα διαβαίνοντα ἐκεῖθεν καὶ κάμπτων δύο πίτυς ἔδενεν εἰς τοὺς κλάδους αὐτῶν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας τοῦ συλληφθέντος, καὶ ἔπειτα ἄφινεν αὐτάς, αἱ δὲ ἐπανερχόμεναι εἰς τὰς θέσεις των κατεσπάρασσον αὐτούς, Στράβ. 391, Ἀπολλόδ. 3. 16, 2, Πλουτ. Θησ. 8, Παυσ. 3. 1, 4. Ὁ τύπος πιτυκάμπτης (πρβλ. πιτύστεπτος) ἀποκατεστάθη ὑπὸ Στεφ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 107 ἀντὶ παλικάμπῃ.

Middle Liddell

πῐτῠοκάμπτης, ου, ὁ,
pine-bender, epithet of the robber Sinis, who killed travellers by tying them between two pine-trees bent down so as nearly to meet, and then let go again, Strab., Plut.

Wikipedia EN

In Greek mythology, Sinis (Ancient Greek: Σίνης) was a bandit killed by Theseus on his way to Athens. Sinis has been described as the son of Polypemon and Sylea, daughter of Corinth; he has also been described as the son of Canethus and Henioche.

An Isthmian outlaw, Sinis would force travelers to help him bend pine trees to the ground and then unexpectedly let go, catapulting the victims through the air. Alternative sources say that he tied people to two pine trees that he bent down to the ground, then let the trees go, tearing his victims apart. This led to him being called Pityocamptes (Πιτυοκάμπτης = "pine-bender").

Sinis was the second bandit to be killed by Theseus as the hero was traveling from Troezen to Athens, in the very same way that he had previously killed his own victims. Theseus then slept with Sinis's daughter, Perigune, who later bore Theseus's son, Melanippus. Perigune later married Deioneus of Oechalia.

Wikipedia EL

Κοντά στον Ισθμό της Κορίνθου, σύμφωνα με τον Παυσανία, βρισκόταν ο τόπος όπου ζούσε ο ληστής Σίνις ο επονομαζόμενος Πιτυοκάμπτης. Αυτός όσους διαβάτες κατάφερνε να αιχμαλωτίσει τους έδενε σε δυο αντικριστά κλαδιά (μιας κουκουναριάς η οποία υπήρχε ακόμα τον καιρό του Παυσανία σύμφωνα με τα γραφόμενά του) τα οποία είχε λυγίσει προς τα κάτω και τα οποία κατόπιν ελευθέρωνε με αποτέλεσμα το σώμα του αιχμαλώτου να διαμελίζεται. Εξοντώθηκε από τον Θησέα.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού λυγίζει τά πεῦκα, ὁ ληστής Σίνις στόν Ἰσθμό τῆς Κορίνθου). Ἀπό τό πίτυς -υος (=πεῦκο, λατιν. pinus) + κάμπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.