πλημνόδετον
From LSJ
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
τό,
A hoop to secure the spokes in the nave, Poll.1.145.
German (Pape)
[Seite 634] τό, das Band, mit dem die Speichen auf der Nabe, πλήμνη, befestigt sind, Poll. 1, 145.
Greek (Liddell-Scott)
πλημνόδετον: τό, δεσμὸς δι’ οὗ αἱ ἀκτῖνες τοῦ τροχοῦ συνεκρατοῦντο ἐν τῇ πλήμνῃ, Πολυδ. Α΄, 145.