πολύμισθος

From LSJ
Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμισθος Medium diacritics: πολύμισθος Low diacritics: πολύμισθος Capitals: ΠΟΛΥΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: polýmisthos Transliteration B: polymisthos Transliteration C: polymisthos Beta Code: polu/misqos

English (LSJ)

ον,

   A receiving much pay or hire, v.l. in AP5.1.

German (Pape)

[Seite 666] viel Lohn oder Sold nehmend, Ep. ad. 56 (V, 2 steht βαρύμισθος).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμισθος: -ον, ὁ πολὺν μισθὸν λαμβάνων, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πράξεις φιλανθρωπίας) αυτός για τον οποίο υπάρχει πλουσιοπάροχη ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μισθός «ανταμοιβή» (πρβλ. ολιγό-μισθος)].