πρέμνοθεν

From LSJ
Revision as of 12:19, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέμνοθεν Medium diacritics: πρέμνοθεν Low diacritics: πρέμνοθεν Capitals: ΠΡΕΜΝΟΘΕΝ
Transliteration A: prémnothen Transliteration B: premnothen Transliteration C: premnothen Beta Code: pre/mnoqen

English (LSJ)

or πρεμν-όθεν, Adv.

   A from the stump, i. e. utterly, cj. for πρυμνόθεν, A. Th. 71, 1061 (anap.); from the bottom, cj. in Call.Del.35.

Greek (Liddell-Scott)

πρέμνοθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ πρέμνου, ἀπὸ τοῦ κατωτάτου τοῦ κορμοῦ, ἐκ ῥίζης, δηλ. ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς· ἡ γραφὴ αὕτη ἐγένετο γενικῶς δεκτὴ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 71. 1056, ἀντὶ τῆς τῶν Ἀντιγράφων πρύμνοθεν.

Greek Monolingual

και πρεμνόθεν Α
επίρρ.
1. από το κατώτερο μέρος του κορμού, από τη ρίζα
2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς
3. από τον πάτο, από το βάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πλευρό-θεν)].

Greek Monotonic

πρέμνοθεν: επίρρ., από τον κορμό, δηλ. από τη ρίζα και τα κλαριά, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πρέμνοθεν: adv. до основания (πόλις π. πανώλεθρος Aesch. - v. l. πρυμνόθεν).

Middle Liddell


from the stump, i. e. root and branch, utterly, Aesch. [from πρέμνον