προσλέχομαι

From LSJ
Revision as of 09:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλέχομαι Medium diacritics: προσλέχομαι Low diacritics: προσλέχομαι Capitals: ΠΡΟΣΛΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosléchomai Transliteration B: proslechomai Transliteration C: proslechomai Beta Code: prosle/xomai

English (LSJ)

   A lie beside, only Ep. aor. προσέλεκτο Od.12.34.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ. που απαντά μόνο στον αόρ. β' και στον τ. προσέλεκτο) πλαγιάζω κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λέχομαι «ξαπλώνω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λέχομαι, alleen ep. aor. προσέλεκτο, ernaast gaan liggen.