πρωτόδαμνος

From LSJ
Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόδαμνος Medium diacritics: πρωτόδαμνος Low diacritics: πρωτόδαμνος Capitals: ΠΡΩΤΟΔΑΜΝΟΣ
Transliteration A: prōtódamnos Transliteration B: prōtodamnos Transliteration C: protodamnos Beta Code: prwto/damnos

English (LSJ)

ον,

   A first-tamed, Hsch. s.v. ἄδαμνον.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόδαμνος: -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξό-δαμνος].