πυροστάτης
From LSJ
ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
English (LSJ)
A v. πυριστάτης.
German (Pape)
[Seite 824] ὁ, = πυριστάτης, Schol. Soph. Ai. 1389.
Greek (Liddell-Scott)
πῠροστάτης: ἴδε ἐν λ. πυριστάτης.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και πυριστάτης Α
η πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ, πυρ) + -στάτης (< ἵστημι), πρβλ. νευρο-στάτης, χορο-στάτης].