σάλευσις
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
εως, ἡ,
A oscillation, Arist.Mech. 857a8.
German (Pape)
[Seite 859] ἡ, das Erschüttern, Bewegen, Arist. mechan. 27.
Greek (Liddell-Scott)
σάλευσις: -εως, ἡ, σάλος, κίνησις, Ἀριστ. Μηχαν. 27. 1.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α σαλεύω
ασταθής κίνηση, σάλος.
Russian (Dvoretsky)
σάλευσις: εως (ᾰ) ἡ колебание, качание Arst.