σκύτη

From LSJ
Revision as of 14:16, 18 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύτη Medium diacritics: σκύτη Low diacritics: σκύτη Capitals: ΣΚΥΤΗ
Transliteration A: skýtē Transliteration B: skytē Transliteration C: skyti Beta Code: sku/th

English (LSJ)

κεφαλή, Hsch.; also σκύτα· τὸν τράχηλον, Σικελοί, Id.; freq. in Hp. acc. to Psell. ap. Zonar.1 p.cxviii.8 Tittm.; cited fr. Hp. by Erot. and expld. as

   A part of the neck or spinal marrow or scalp, citing Archil.122; τὰ σκύταλα (leg. σκύτα) ... ὅ ἐστι τοὺς τραχήλους, Sch. Ar.Av.1283 (ascribed to Epich. (173a) by Kaibel CGFp.vii).

German (Pape)

[Seite 908] dor. σκύτα, ἡ, der Kopf, Archil. frg. 99.

Greek (Liddell-Scott)

σκύτη: Δωρ. σκύτα, ἡ, = κεφαλή, Ἡσύχ., πρβλ. Βoisson. Ἀνεκδ. 1.239· - παρ’ Ἀρχιλ. 109 φέρεται σκύταν (Bgk. σκύτην), ὅπερ ἑρμηνεύει ὁ Ἐρωτιαν. ὡς σημαῖνον μέρος τοῦ τραχήλου, ἢ τὸ ἐπὶ τοῦ κρανίου τριχοφόρον δέρμα, ἢ τὸν νωτιαῖον μυελόν· ὁ Ἡσύχ. ὁμοίως ἔχει «σκύτα· τὸν τράχηλον, Σικελοί»· καὶ παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1283, «τὰ σκύταλα (σκύτα;) .., ὅ ἐστι τοὺς τραχήλους».

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σκύτα, ἡ, Α
1. το κεφάλι
2. (κατά τον Ερωτιαν. και τον Ησύχ.) τράχηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σκύτη, σκῦτον και πιθ. σκύτος είναι εκφραστικοί σχηματισμοί της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, αβέβαιης ετυμολ. Η ποικιλία τών μορφών και η σύγχυση τών σημ. γεννά δυσχέρειες. Κατά μία άποψη, οι τ. αποτελούν παράλληλους σχηματισμούς με το λιθουαν. διαλ. skutna «ξυρισμένο, φαλακρό κεφάλι». Πιθανή, τέλος, φαίνεται η σύνδεσή τους με τη λ. σκυτάλη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: κεφαλή; σκύτα τὸν τράχηλον. Σικελοί H. (Epich.?; s. Kaibel CGF p. V); unclear Archil. 122 (in Erot., where diff. expl.); Hp.; uncertain σκύταλα id. (Sch. Ar. Av. 1283).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To σκυτάλη ?; cf. Lit. dial. skutnà planed place, bald crown, baldhead. Details in Bechtel Dial. 2, 287. -- Furnée 359, 362 compares κοτ(τ)ίς, (προ)-κόττα head and σκύτα τὸν τράχηλον. Σικελοί H. and concludes to a Pre-Greek word.

Frisk Etymology German

σκύτη: {skútē}
Meaning: κεφαλή; σκύτα· τὸν τράχηλον. Σικελοί H. (Epich.?; s. Kaibel CGF p. V); unklar Archil. 122 (bei Erot., wo mehrere Erkl.); Hp.; unsicher σκύταλα ib. (Sch. Ar. Av. 1283).
Etymology : Zum σκυτάλη ?; vgl. lit. dial. skutnà abgeschabte Stelle, Glatze, Kahlkopf. Einzelheiten bei Bechtel Dial. 2, 287.
Page 2,744