σπαταλοκίναιδος
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A lascivious homosexual, pathic, catamite, sodomite, hianti podice, cinaedus, catamitus, pathicus (cf. εὐρύπρωκτος, χαυνόπρωκτος, θερμόπρωκτος, στενόπρωκτος, δασύπρωκτος) Petron.23.3.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ασυγκράτητος, ασελγής κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπατάλη + κίναιδος.