σπονδοχόη
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ἡ,
A vessel for offering libations, IG 11(2).110 (Delos, iii B.C.), al.
Greek Monolingual
ἡ, Α
αγγείο για την προσφορά σπονδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + χοή (< χέω), πρβλ. οινο-χόη].