στενώδης
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ες,
A somewhat narrow, αὐχήν interpol.in Peripl.M.Eux. 58.
German (Pape)
[Seite 936] ες, wie eine Enge, etwas eng, Erkl. von ἰσθμοειδής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στενώδης: -ες, (στένος) κἄπως στενός, ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.