σταχυοπλόκαμος
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
ον,
A wreathed with ears of corn, Orph.L.242.
German (Pape)
[Seite 931] ährenlockig, oder mit einem Aehrenkranz in den Locken, Δημήτηρ Orph. lith. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ἐκ σταχύων, Ὀρφ. Λιθ. 240.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του στεφανωμένα με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + πλόκαμος.