στενόπους
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A narrow-footed, Polem.Phgn.2.85; f.l. for στεγανό- (q.v.), Arist.Phgn.810a24.
German (Pape)
[Seite 935] ὁ, ἡ, dünnfüßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στενόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν πόδα (ἕτεροι στεγανόπους), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2.
Greek Monolingual
-όποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει στενά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πούς, ποδός].
Russian (Dvoretsky)
στενόπους: ποδος adj. с узкой ступней Arst.