στηλοῦχος

From LSJ
Revision as of 08:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλοῦχος Medium diacritics: στηλοῦχος Low diacritics: στηλούχος Capitals: ΣΤΗΛΟΥΧΟΣ
Transliteration A: stēloûchos Transliteration B: stēlouchos Transliteration C: stiloychos Beta Code: sthlou=xos

English (LSJ)

dub. l. in Epigr.Gr.214.7 (Rhenea):

   A v. σταλ-.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σταλοῡχος, -ον, Α
αυτός που έχει στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -οῦχος (< ἔχω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλοῦχος -ον, Dor. στᾱλοῦχος [στήλη, ἔχω] met een gedenksteen.