συγκεφαλαιωτικός

From LSJ
Revision as of 13:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεφᾰλαιωτικός Medium diacritics: συγκεφαλαιωτικός Low diacritics: συγκεφαλαιωτικός Capitals: ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkephalaiōtikós Transliteration B: synkephalaiōtikos Transliteration C: sygkefalaiotikos Beta Code: sugkefalaiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A summing up, ἐπιστήμη Stoic. 3.64, Andronic.Rhod.p.578 M., cf. Eust.1521.19.

German (Pape)

[Seite 967] ή, όν, zusammenfassend in einer allgemeinen Uebersicht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεφᾰλαιωτικός: -ή, -όν, ὁ συγκεφαλαιῶν, ὁ περιληπτικῶς ἐκτιθέμενος τὰ σπουδαιότατα καὶ κύρια, ἡ ῥηθεῖσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτικὴ Εὐστ. 1521. 19.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκεφαλαιωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκεφαλαιῶ
ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.).
επίρρ...
συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά
με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκεφαλαιωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκεφαλαιῶ
ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.).
επίρρ...
συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά
με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.