συνεκτέον

From LSJ
Revision as of 12:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτέον Medium diacritics: συνεκτέον Low diacritics: συνεκτέον Capitals: ΣΥΝΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: synektéon Transliteration B: synekteon Transliteration C: synekteon Beta Code: sunekte/on

English (LSJ)

(συνέχω)

   A one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.

Greek Monotonic

συνεκτέον: ρημ. επίθ. του συνέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγκρατεί, να τηρεί σε συνοχή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτέον: adj. verb. к συνέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεκτέον, adj. verb. van συνέχω, er moet bij elkaar gehouden worden.