τέτραμος

From LSJ
Revision as of 16:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέτρᾰμος Medium diacritics: τέτραμος Low diacritics: τέτραμος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΣ
Transliteration A: tétramos Transliteration B: tetramos Transliteration C: tetramos Beta Code: te/tramos

English (LSJ)

ὁ,

   A = τρόμος, Hp.Morb.1.24 (cod. θ), Erot.; cf. τέτρομος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τραμ- του θ. τρεμ- του ρ. τρέμω και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό τε- (πρβλ. τέ-τανος)].

Frisk Etymology German

τέτραμος: -μαίνω
{tétramos}
See also: s. τρέμω.
Page 2,885