σόγχος

From LSJ
Revision as of 16:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόγχος Medium diacritics: σόγχος Low diacritics: σόγχος Capitals: ΣΟΓΧΟΣ
Transliteration A: sónchos Transliteration B: sonchos Transliteration C: sogchos Beta Code: so/gxos

English (LSJ)

ὁ,

   A sow-thistle, Sonchus aspera, Antiph.226.4; also written σόγκος, Matro Fr.2.1, Thphr.HP4.6.10,6.4.3,8, Nic.Fr.71, Hegesand. 9 (where ἐξογκοῖτ' is a pun on ἐκσογκοῖτ').    II σ. τρυφερός, milkweed, Sonchus oleraceus, Ps.-Dsc.2.131.

German (Pape)

[Seite 912] ὁ, eine distelartige Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σόγχος: ὁ, σκολυμώδης βοτάνη, «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ σόγκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «λάχανον ἄγριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σόγκος Α, και σόχος Ν
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα, ένα είδος του οποίου είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως ζοχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].