τρυγήσιμος

From LSJ
Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγήσιμος Medium diacritics: τρυγήσιμος Low diacritics: τρυγήσιμος Capitals: ΤΡΥΓΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: trygḗsimos Transliteration B: trygēsimos Transliteration C: trygisimos Beta Code: trugh/simos

English (LSJ)

ον,

   A ripe for gathering, EM271.32, Hsch. s.v. διατρύγιος, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγήσιμος: -ον, ὥριμος πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. διατρύγιος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρυγήσιμος, -η, -ον, ΝΑ τρύγησις
(για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια»).