τρυφάλη

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυφάλη Medium diacritics: τρυφάλη Low diacritics: τρυφάλη Capitals: ΤΡΥΦΑΛΗ
Transliteration A: tryphálē Transliteration B: tryphalē Transliteration C: tryfali Beta Code: trufa/lh

English (LSJ)

περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους, Hsch. τρυφαλίς,

   A v. τροφαλίς.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφάλη: ἡ, = τρυφάλεια, «τρυφάλη· περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «περικεφαλαία, τρεῑς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τρυφάλεια, κατά τα θηλ. σε -η].