τρύγημα
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
English (LSJ)
ατος, τό,
A crop, of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.Tim. s.v. βλίττειν.
Greek (Liddell-Scott)
τρύγημα: τό, ὡς καὶ νῦν, τρύγημα, συγκομιδή, τὸ τῶν κηρίων τρύγημα βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τρυγώ, η συγκομιδή καρπών
νεοελλ.
1. (κυρίως) συγκομιδή σταφυλιών, τρύγος
2. μτφ. επιτήδεια απόσπαση χρημάτων από κάποιον
αρχ.
η συγκέντρωση του μελιού από τις κυψέλες.