φρικνός

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρικνός Medium diacritics: φρικνός Low diacritics: φρικνός Capitals: ΦΡΙΚΝΟΣ
Transliteration A: phriknós Transliteration B: phriknos Transliteration C: friknos Beta Code: frikno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = φρικαλέος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1306] = φρικαλέος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φρικνός: -ή, -όν, = φρικαλέος, «φρικνόν· φρικαλέον, δεινόν, φοβερὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φρικαλέος, δεινός, φοβερός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -νός (πρβλ. τερπ-νός)].